- Ἡφαιστῖτις
- Ἡφαιστῖτις (sc. λίθος), ἡ, a precious stone, Plin.HN37.166.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηφαιστίτις — ἡφαιστῑτις, ή (Α) άγνωστος πολύτιμος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ήφαιστος + επίθημα ιτις (πρβλ. ζεφυρ ίτις, χρυσ ίτις). Η λ. απαντά και ως αρσ. ο ηφαιστίτης] … Dictionary of Greek